- ἀδελφικά
- ἀδελφικόςbrotherlyneut nom/voc/acc plἀδελφικά̱ , ἀδελφικόςbrotherlyfem nom/voc/acc dualἀδελφικά̱ , ἀδελφικόςbrotherlyfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αδελφικά — και αδερφικά επίρρ. όπως ταιριάζει σε αδέλφια, ως αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικός. ΣΥΝΘ. ἀδελφικοασπάζομαι] … Dictionary of Greek
ἀδελφικάς — ἀδελφικά̱ς , ἀδελφικός brotherly fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδελφικοασπάζομαι — και αδερφικοασπάζομαι 1. φιλώ αδελφικά, γλυκοασπάζομαι 2. στην επιστολογραφία χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός μεταξύ συγγενών ή φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικά + ασπάζομαι] … Dictionary of Greek
αδελφικάτος — και αδερφικάτος, η, ο [αδελφικός] 1. αδελφικός* 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αδελφικάτα κτήματα που ανήκουν σε όλους τους αδελφούς μιας οικογένειας (αλλιώς αδελφάτα*) 3. επίρρ. αδελφικάτα όπως ταιριάζει σε αδέλφια, αδελφικά, αδελφωμένα … Dictionary of Greek
αδελφοζωία — ἀδελφοζωία, η (Α) αδελφική διαβίωση, το να ζει κανείς αδελφικά, ειρηνικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + ζωή] … Dictionary of Greek
Ατρεύς — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Πέλοπα και της Ιπποδάμειας. Αδελφός του ήταν ο Θυέστης. Τα δύο παιδιά, με τη συνεργασία της μητέρας τους, σκότωσαν τον ετεροθαλή αδελφό τους Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα από τη νύμφη Αξιόχη. Ύστερα από αυτό, ο Πέλοπας τα… … Dictionary of Greek
Τόμσον, Φράνσις — (Tompson, Πρέστον, Λάνκασαϊρ 1859 – Λονδίνο 1907). Άγγλος ποιητής. Καθολικός και αυτός, όπως και η οικογένειά του, καταπιάστηκε χωρίς επιτυχία με διάφορες ασχολίες, εωσότου εγκαταστάθηκε οριστικά στο Λονδίνο (1885), όπου η ζωή του περνούσε μέσα… … Dictionary of Greek